- καδρονιάζω
- μετ. класть балки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καδρονιάζω — [καδρόνι] 1. στρώνω επιφάνεια με καδρόνια 2. τετραγωνίζω ακατέργαστα δοκάρια, διαμορφώνω σε καδρόνια … Dictionary of Greek
καδρόνιασμα — το [καδρονιάζω] 1. το στρώσιμο δαπέδου με καδρόνια 2. ο τετραγωνισμός ακατέργαστων δοκαριών, η διαμόρφωσή τους σε καδρόνια … Dictionary of Greek